- αναπλάθω
- (Α ἀναπλάσσω και -ττω)πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω(Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμανεοελλ.1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση2. (στην ψυχολ.) ξαναφέρνω στη μνήμη μου παλαιές παραστάσεις, αναπαριστάνω με τη φαντασία μου, αναπολώαρχ.1. σχηματίζω εκ νέου, αποκαθιστώ2. ανοικοδομώ, ξαναχτίζω3. πλάθω, διαμορφώνω, σχηματίζω4. εφευρίσκω, επινοώ5. φαντάζομαι6. συνθέτω, συγκροτώ, σχηματίζω7. καλύπτω, επικαλύπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναπλάσσω < ἀνά + πλάσσω, -ττω. Ο τ. αναπλάθω από το ἀναπλάσσω με μεταπλασμό (πρβλ. πλάθω).ΠΑΡ. ανάπλασις, ανάπλασμααρχ.ἀνάπλαστοςαρχ.-μσν.ἀναπλασμός(νεο-ελλ.) αναπλάστης].
Dictionary of Greek. 2013.